erradicarse - ορισμός. Τι είναι το erradicarse
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι erradicarse - ορισμός


erradicarse      
Palabras Relacionadas
erradicar      
erradicar (del lat. "eradicare") tr. *Arrancar o *extirpar de raíz una cosa, especialmente no material: "Erradicar la delicuencia [o el analfabetismo]".
erradicación      
sust. fem.
Acción de erradicar.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για erradicarse
1. Los problemas de seguridad para las personas detenidas o que entran en contacto con intervenciones policiales no han podido erradicarse.
2. El sistema terminó por erradicarse, pues los narcos acababan por averiguar quiénes los estaban juzgando.
3. Adicionalmente, el tráfico y consumo de drogas no ha podido erradicarse en ninguna cárcel del país, incluyendo las de Baja California, Nuevo León y Aguascalientes.
4. Convencido de que deben erradicarse las desigualdades, quiere que se le recuerde como "un ser humano que pasó por la tierra como los demás". Felicidades. 4 de 11 en Cultura anterior siguiente
5. Con los datos que manejan los técnicos en estos momentos no se puede asegurar que la plaga de topillos que afecta a más de 600 municipios de Castilla y León pueda erradicarse en cinco semanas, tal y como avanzó recientemente la consejera de Agricultura del gobierno regional, Silvia Clemente.
Τι είναι erradicarse - ορισμός